anĉovo
(Ανακατεύθυνση από anchovo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anĉovo | anĉovoj |
αιτιατική | anĉovon | anĉovojn |
anĉovo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anĉovo | anĉovoj |
αιτιατική | anĉovon | anĉovojn |
anĉovo (eo)