ancora

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ancora (it)

  1. ακόμα, πάλι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ancora ancore

ancora (it)

  1. η άγκυρα ενός πλοίου
  2. εραλδικό σύμβολο