anesthésiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anesthésiste anesthésistes

anesthésiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη anesthésie