angilo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | angilo | angiloj |
αιτιατική | angilon | angilojn |
angilo (eo)
- το χέλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | angilo | angiloj |
αιτιατική | angilon | angilojn |
angilo (eo)