Μετάβαση στο περιεχόμενο

annotation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

annotation (en)


      ενικός         πληθυντικός  
annotation annotations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

annotation (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]