anonymographe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
anonymographe < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.nɔ.ni.mɔ.ɡʁaf/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anonymographe anonymographes

anonymographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]