anonymographe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- anonymographe < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.nɔ.ni.mɔ.ɡʁaf/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
anonymographe | anonymographes |
anonymographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που στέλνει ανώνυμα γράμματα