ansero
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ansero | anseroj |
αιτιατική | anseron | anserojn |
ansero (eo)
- η χήνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ansero | anseroj |
αιτιατική | anseron | anserojn |
ansero (eo)