antaŭrigardo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antaŭrigardo | antaŭrigardoj |
αιτιατική | antaŭrigardon | antaŭrigardojn |
antaŭrigardo (eo)