anthroponomie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anthroponomie | anthroponomies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anthroponomie (fr) θηλυκό
- νόμος ή κανόνας της ανθρωπότητας
ενικός | πληθυντικός |
anthroponomie | anthroponomies |
anthroponomie (fr) θηλυκό