antiquité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
antiquité (fr) θηλυκό
- η παλαιότητα, η αρχαιότητα
- πληθυντικός antiquités: «αρχαία», μνημεία της αρχαιότητας· (κατ’ επέκταση) αντίκες