antisismique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | antisismique | antisismiques |
θηλυκό | antisismiquee | antisismiquees |
Επίθετο
[επεξεργασία]antisismique (fr) αρσενικό ή θηλυκό