apolitique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.pɔ.li.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
apolitique apolitiques

apolitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό