appendix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]appendix (en)
- παράρτημα, κείμενο στο τέλος βιβλίου ή άρθρου που περιέχει κάτι σημαντικό, όχι όμως άμεσα σχετικό με το κυρίως περιεχόμενο του βιβλίου
- η σκωληκοειδής απόφυση
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Ο πληθυντικός της λέξης για τη σημασία "παράρτημα" είναι appendices, ενώ για τη σημασία "σκωληκοειδής απόφυση" είναι appendixes.