apprenti
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | apprenti | apprentis |
θηλυκό | apprentie | apprenties |
apprenti (fr)
- ο εκπαιδευόμενος, ο μαθητευόμενος
- ο παραγιός