approving
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | approving |
συγκριτικός | more approving |
υπερθετικός | most approving |
approving (en)
- επιδοκιμαστικός, που με αυτόν επιδοκιμάζεται κάτι
- ⮡ approving comments - επιδοκιμαστικά σχόλια
- ≠ αντώνυμα: disapproving
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]approving (en)