Μετάβαση στο περιεχόμενο

approximation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
approximation approximations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

approximation (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
approximation approximations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

approximation (fr) θηλυκό