ario
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ario | arioj |
αιτιατική | arion | ariojn |
ario (eo)
- η άρια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ario | arioj |
αιτιατική | arion | ariojn |
ario (eo)