Μετάβαση στο περιεχόμενο

aritmetica

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
aritmetica aritmetice

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aritmetica < λατινική arithmetĭca < αρχαία ελληνική ἀριϑμητική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aritmetica (it)