armour
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]armour (en) (βρετανική γραφή) (ΗΒ) και armor (ΗΠΑ)
- (μη μετρήσιμο) η πανοπλία
- ⮡ The knight wore a heavy iron suit of armor./The knight wore heavy iron armor.
- Ο ιππότης φορούσε μια βαριά σιδερένια πανοπλία.
- ⮡ The knight wore a heavy iron suit of armor./The knight wore heavy iron armor.
- (μετρήσιμο) τεθωρακισμένο, τανκ
- (μη μετρήσιμο) μονάδα τεθωρακισμένων