aromatique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ʁɔ.ma.tik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aromatique aromatiques

aromatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό