aspido
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aspido | aspidoj |
αιτιατική | aspidon | aspidojn |
aspido (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aspido | aspidoj |
αιτιατική | aspidon | aspidojn |
aspido (eo)