asservi
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | asservi | asservis |
θηλυκό | asservie | asservies |
asservi (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | asservi | asservis |
θηλυκό | asservie | asservies |
asservi (fr)