associativité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
associativité < associatif

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
associativité associativités

associativité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη associer