associativité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- associativité < associatif
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
associativité | associativités |
associativité (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη associer