assuré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assuré | assurés |
θηλυκό | assurée | assurées |
Επίθετο
[επεξεργασία]assuré (fr)
- εξασφαλισμένος
- il a ses arrières assurés - έχει τα νώτα του εξασφαλισμένα
- σίγουρος
- il avait un air assuré - φαινόταν σίγουρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]assuré (fr) αρσενικό