atterrissage
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.tɛ.ri.saʒ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
atterrissage | atterrissages |
atterrissage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
atterrissage | atterrissages |
atterrissage (fr) αρσενικό