προσγείωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσγείωση | οι | προσγειώσεις |
γενική | της | προσγείωσης* | των | προσγειώσεων |
αιτιατική | την | προσγείωση | τις | προσγειώσεις |
κλητική | προσγείωση | προσγειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσγειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσγείωση < προσγειώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική atterrissage)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσγείωση θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) η προσεδάφιση στη γη εναέριου μέσου
- (μεταφορικά) η επιστροφή στην πραγματικότητα για κάποιον που αιθεροβατεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αποπροσγείωση
- → δείτε τις λέξεις προσγειώνω και γη
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσγείωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)