attesté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | attesté | attestés |
θηλυκό | attestée | attestées |
Επίθετο[επεξεργασία]
attesté (fr)
- πιστοποιημένος, που έχει κάποιες γνωστές χρήσεις
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη attester