attirail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
attirail attirails

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attirail (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο εξοπλισμός
  2. τα συμπράγκαλα