συμπράγκαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | συμπράγκαλα | ||
γενική | των | συμπράγκαλων | ||
αιτιατική | τα | συμπράγκαλα | ||
κλητική | συμπράγκαλα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπράγκαλα < συμ- + (άμεσο δάνειο) βενετική branc(a) (χεριά) + (-αλο), πληθυντικός -αλα[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /simˈbɾaŋ.ɡa.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπρά‐γκα‐λα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμπράγκαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (οικείο, λαϊκότροπο) πλήθος μικροπραγμάτων που με δυσκολία ή δυσφορία τα μεταφέρουμε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμπράγκαλα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συμπράγκαλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αλο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)