paraphernalia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- paraphernalia < λατινική paraphernalia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paraphernalia (en)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- paraphernalia < paraphernalis < parapherna < αρχαία ελληνική παράφερνα < παρά + φερνή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paraphernalia ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paraphernalia | |
γενική | paraphernalium | |
δοτική | paraphernalibus | |
αιτιατική | paraphernalia | |
κλητική | paraphernalia | |
αφαιρετική | paraphernalibus | |
Πηγές[επεξεργασία]
- «parafernalia» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.