autograph
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
autograph | autographs |
autograph (en)
- το αυτόγραφο
- ↪ The actor handed out autographs to his fans.
- Ο ηθοποιός μοίραζε αυτόγραφα στους θαυμαστές του.
- ↪ The actor handed out autographs to his fans.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | autograph |
γ΄ ενικό ενεστώτα | autographs |
αόριστος | autographed |
παθητική μετοχή | autographed |
ενεργητική μετοχή | autographing |
autograph (en)
- (μεταβατικό) υπογράφω ένα αυτόγραφο