autograph

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
autograph autographs

autograph (en)

  • το αυτόγραφο
    The actor handed out autographs to his fans.
    Ο ηθοποιός μοίραζε αυτόγραφα στους θαυμαστές του.
ενεστώτας autograph
γ΄ ενικό ενεστώτα autographs
αόριστος autographed
παθητική μετοχή autographed
ενεργητική μετοχή autographing

autograph (en)