αυτόγραφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐτόγραφος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτόγραφος η αυτόγραφη το αυτόγραφο
      γενική του αυτόγραφου της αυτόγραφης του αυτόγραφου
    αιτιατική τον αυτόγραφο την αυτόγραφη το αυτόγραφο
     κλητική αυτόγραφε αυτόγραφη αυτόγραφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτόγραφοι οι αυτόγραφες τα αυτόγραφα
      γενική των αυτόγραφων των αυτόγραφων των αυτόγραφων
    αιτιατική τους αυτόγραφους τις αυτόγραφες τα αυτόγραφα
     κλητική αυτόγραφοι αυτόγραφες αυτόγραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτόγραφος < (ελληνιστική κοινήαὐτόγραφος

Επίθετο[επεξεργασία]

αυτόγραφος

  1. που έχει γραφεί με το ίδιο το χέρι του συγγραφέα του
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αυτόγραφο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]