autonome

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.tɔ.nɔm/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
autonome autonomes

autonome (fr) αρσενικό ή θηλυκό