aventurero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aventurero (es)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aventurero | aventureros |
Επίθετο
[επεξεργασία]aventurero (es) αρσενικό, aventurera θηλυκό {πληθ. θηλ.:aventureras)