avino
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avino | avinoj |
αιτιατική | avinon | avinojn |
avino (eo)
- η γιαγιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avino | avinoj |
αιτιατική | avinon | avinojn |
avino (eo)