avvenimento
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- avvenimento < avvenire
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
avvenimento | avvenimenti |
avvenimento (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
avvenimento | avvenimenti |
avvenimento (it)