avvoltoio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
avvoltoio
- (πτηνό) ο γύπας
- (μεταφορικά) πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται τις δυστυχίες των άλλων