bâillonnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bɑ.jɔn.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bâillonnement | bâillonnements |
bâillonnement (fr) αρσενικό
- το φίμωμα