φίμωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φίμωμα τα φιμώματα
      γενική του φιμώματος των φιμωμάτων
    αιτιατική το φίμωμα τα φιμώματα
     κλητική φίμωμα φιμώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φίμωμα < φιμώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φίμωμα ουδέτερο

  1. το να κλείνει κάποιος το στόμα άλλου για να τον σωπάσει είτε κυριολεκτικά είτε για να ελέγξει τα όσα θα πει, δηλαδή για να τον λογοκρίνει
  2. η τοποθέτηση φιμώτρου σε ζώο για να μη δαγκάσει ή επειδή έτσι επιβάλλει προληπτικά ο νόμος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]