φίμωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φίμωμα | τα | φιμώματα |
γενική | του | φιμώματος | των | φιμωμάτων |
αιτιατική | το | φίμωμα | τα | φιμώματα |
κλητική | φίμωμα | φιμώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φίμωμα < φιμώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φίμωμα ουδέτερο
- το να κλείνει κάποιος το στόμα άλλου για να τον σωπάσει είτε κυριολεκτικά είτε για να ελέγξει τα όσα θα πει, δηλαδή για να τον λογοκρίνει
- η τοποθέτηση φιμώτρου σε ζώο για να μη δαγκάσει ή επειδή έτσι επιβάλλει προληπτικά ο νόμος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- φίμωση (όχι όμως στην έννοια της καλυμμένης βαλάνου των αγοριών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φίμωμα
|