bâti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bâti bâtis

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bâti (fr) αρσενικό

  1. η δομή, ο σκελετός (ενός οικοδομήματος ή ενός μηχανισμού)

Μετοχή

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bâti bâtis
θηλυκό bâtie bâties

bâti (fr)

  1. χτισμένος