bénit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bénit < bénir
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bénit | bénits |
θηλυκό | bénite | bénites |
bénit (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bénit | bénits |
θηλυκό | bénite | bénites |
bénit (fr)