babillage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.bi.jaːʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
babillage babillages

babillage (fr) αρσενικό