babines

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.bin/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

babines (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα κρεμαστά χείλη ορισμένων ζώων
  2. (οικείο) τα χείλη ενός ανθρώπου

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • se lécher les babines: γλύφω τα χείλη μου σκεπτόμενος κάτι ευχάριστο που θα συμβεί σύντομα