bail-in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bail-in | bail-ins |
bail-in (en)
ενικός | πληθυντικός |
bail-in | bail-ins |
bail-in (en)