baisodrome
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- baisodrome < baiser + -drome, κατά το aérodrome, hippodrome, κ.λπ.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bɛ.zo.dʁom/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
baisodrome | baisodromes |
baisodrome (fr) αρσενικό
- (οικείο, σκωπτικό) τόπος για ερωτευμένους