bajoyer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bajoyer | bajoyers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bajoyer (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) ο πλαϊνός, επιμήκης τοίχος ενός υδατοφράκτη για πλοία (ασανσέρ πλοίων)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη écluse