balcone
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- balcone < λομβαρδική balko
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
balcone | balconi |
balcone (it)
ενικός | πληθυντικός |
balcone | balconi |
balcone (it)