balistique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.lis.tik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
balistique balistiques

balistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό