βαλλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαλλιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
βαλλιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με το βαλλισμό
βαλλιστικός, -ή, -ό