ballastage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ballastage | ballastages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ballastage (fr) αρσενικό
- ερματισμός (επιχαλίκωση) σιδηροδρομικής γραμμής
- (ναυτικός όρος) ερματισμός πλοίου (γέμισμα με σαβούρα)