ballastage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ballastage ballastages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ballastage (fr) αρσενικό

  1. ερματισμός (επιχαλίκωση) σιδηροδρομικής γραμμής
  2. (ναυτικός όρος) ερματισμός πλοίου (γέμισμα με σαβούρα)